- σκοπιωρός
- σκοπιωρόςwatchermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοπιωρός — ο, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. 1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος 2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας αρχ. σκοπός, φρουρός.… … Dictionary of Greek
σκοπιωροί — σκοπιωρός watcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακοφωλιά — η 1. η φωλιά τού κόρακα 2. ναυτ. σκοπιά που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο τού πρωραίου ιστού και από την οποία ο σκοπιωρός ναύτης επισκοπεί τη θαλάσσια έκταση που βρίσκεται μπροστά και στα πλάγια τού πλοίου, αλλ. κόρακος σκοπή … Dictionary of Greek
σκοπιωρείο — το, Ν [σκοπιωρός] ναυτ. παρατηρητήριο σε κορυφή λόφου ή σε άλλη υψηλή θέση, από όπου κατοπτεύεται και ελέγχεται ο θαλάσσιος χώρος … Dictionary of Greek
σκοπιωρούμαι — έομαι, Α [σκοπιωρός] (αποθ.) προσέχω, παραφυλάγω για κάτι («νῡν δὲ ξὺν ὅπλοις ἄνδρες ὁπλῑται διαταξάμενοι κατὰ τὰς διόδους σκοπιωροῡνται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek